- ὁπλότερος
- ὁπλότερος1 younger pl. pro subs.
ἐδόκησέν τε τῶν πάλαι γενεᾷ ὁπλοτέροισιν ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.41
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐδόκησέν τε τῶν πάλαι γενεᾷ ὁπλοτέροισιν ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.41
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οπλότερος — ὁπλότερος, έρα, ον (Α) (επικ. τ.) 1. ο ικανότερος ή καταλληλότερος στο να φέρει όπλα, δηλαδή ο νεώτερος, σε αντιδιαστολή προς τους γέροντες και τα παιδιά («ὁπλότερος γενεῇ» νεώτερος στην ηλικία, Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ἄνδρες ὁπλότεροι» οι μελλοντικές… … Dictionary of Greek
ὁπλότερος — the younger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοτέρω — ὁπλότερος the younger masc/neut nom/voc/acc dual ὁπλότερος the younger masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοτέρων — ὁπλότερος the younger fem gen pl ὁπλότερος the younger masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλότερον — ὁπλότερος the younger masc acc sg ὁπλότερος the younger neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοτέρη — ὁπλότερος the younger fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοτέρην — ὁπλότερος the younger fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοτέρης — ὁπλότερος the younger fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοτέροις — ὁπλότερος the younger masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοτέροισι — ὁπλότερος the younger masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοτέροισιν — ὁπλότερος the younger masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)